υαλοβάμβακας

υαλοβάμβακας
Γυάλινες, πολύ ψιλές ίνες, που σχηματίζουν μάζα παρόμοια με βαμβάκι. Το «βαμβάκι» αυτό είναι ελαφρό, μαλακό και ισχυρό μονωτικό. Το πάχος των νημάτων του φτάνει τα 0,01 - 0,006 χιλιοστά, ενώ το βάρος μάζας υ. 1 κυβικού μέτρου φτάνει μόλις τα 150 κιλά. Ο υ. χρησιμοποιείται ως μονωτικό σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις, σε σωλήνες, σε αγωγούς κλπ., σε ηχητικές μονώσεις για τη διήθηση (ως φίλτρο), των οξέων, των διαλυμάτων, των καυστικών αλκαλίων, στη χημική βιομηχανία και τα εργαστήρια κλπ. Ο χρωματιστός υ. λέγεται και «υαλοέριο» και «υαλομέταξα» και χρησιμοποιείται επίσης για καλλιτεχνικές διακοσμήσεις.
* * *
ο, Ν
ελαφρά και χαλαρής υφής μάζα υπό μορφή πιλήματος ή υφάσματος από πολύ λεπτές ίνες υάλου που μοιάζουν με βαμβάκι και έχουν διάμετρο 20 έως 25 χιλιοστά τού χιλιοστομέτρου, η οποία χρησιμοποιείται για θερμικές και ηχητικές μονώσεις, για τη διήθηση οξέων και διαλυμάτων καυστικών αλκαλίων, αλλ. υαλέριο, υαλομέταξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + βαμβάκι / βάμβαξ. Η λ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική τού γαλλ. ouate de verre].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υαλοβάμβακας — ο ελαφριά και χαλαρή μάζα από πολύ λεπτές ίνες γυαλιού, που μοιάζει εξωτερικά με μπαμπάκι και χρησιμοποιείται σε θερμικές και ηχητικές μονώσεις, σε διηθήσεις ισχυρών οξέων, διαλυμάτων καυστικών αλκαλίων κ.ά., η υαλομέταξα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… …   Dictionary of Greek

  • μόνωση — Η χρήση κατάλληλων υλικών ή η εφαρμογή ειδικών τεχνικών λύσεων για την αποτελεσματική προστασία χώρων, εγκαταστάσεων, συσκευών ή αντικειμένων από τη διάδοση φυσικών φαινομένων, όπως οι θόρυβοι (ηχομόνωση), η θερμότητα (θερμομόνωση), οι κραδασμοί …   Dictionary of Greek

  • υαλέριο — το, Ν τεχνολ. ο υαλοβάμβακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + έριο. Η λ. αποτελεί απόδοση του γαλλ. laine de verre] …   Dictionary of Greek

  • υαλομέταξα — η, Ν ο υαλοβάμβακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + μέταξα. Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. soie de verre] …   Dictionary of Greek

  • ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… …   Dictionary of Greek

  • υαλομέταξα — η υαλοβάμβακας (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”